αντίθυρος

αντίθυρος
ἀντίθυρος, -ον (Α)
1. εκείνος που βρίσκεται απέναντι στην πόρτα
2. το ουδ. ως ουσ. το ἀντίθυρον
προθάλαμος, πρόδομος
3. η πλευρά του δωματίου απέναντι στη θύρα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἀντίθυρος — opposite the door masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντίθυρον — ἀντίθυρος opposite the door masc/fem acc sg ἀντίθυρος opposite the door neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντιθύρου — ἀντίθυρος opposite the door masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντιθύρων — ἀντίθυρος opposite the door masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντιθύρῳ — ἀντίθυρος opposite the door masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θύρα — Άνοιγμα των εξωτερικών ή των εσωτερικών τοίχων ενός κτιρίου ή ενός τείχους, που επιτρέπει τη διάβαση ανθρώπων ή οχημάτων και συνήθως κλείνεται με ένα ή περισσότερα θυρόφυλλα. Στην αρχαιότητα η θ. ήταν χώρος ιερός ή μαγικός, γι’ αυτό και οι θ. των …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”